- ξενώνας
- [-ων (-ώνος)] ο гостиница (в монастыре)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξενώνας νεότητας — Κέντρο διανυκτέρευσης και ανάπαυσης για νέους με διαφορετική προέλευση, φυλή και εθνικότητα, οι οποίοι ταξιδεύουν για αναψυχή, μελέτη ή για αθλητικούς σκοπούς. Ο ξενώνας βρίσκεται υπό την επίβλεψη μιας οικογένειας και είναι οργανωμένος κατά τον… … Dictionary of Greek
ξενώνας — ο (ΑΜ ξενών, ῶνος, Α και ξενεών) ειδικό κτήριο ή κατάλυμα σε μοναστήρι ή δωμάτιο σπιτιού για διαμονή και διανυκτέρευση ξένων μσν. πτωχοκομείο ή νοσοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κατάλ. ών / ώνας (πρβλ. αμπελ ώνας, περιστερ ώνας)] … Dictionary of Greek
ξενώνας — ο δωμάτιο, διαμέρισμα, κατάλυμα για ξένους: Σε πολλά χωριά υπάρχουν ξενώνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξενῶνας — ξενών guest chamber masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
XENIA — dicta olim munuscula, quae a provincialibus Rectoribus provinciatum offerebantur, L. 6. D. de off. procons. etc. Vox in privilegiorum Chartis non insueta: ubi quietos esse a Xeniis, im munes notat ab huiusinodi muneribus aliisque donis, Regi vel… … Hofmann J. Lexicon universale
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
αρχονταρίκι — Η αίθουσα υποδοχής που διαθέτουν τα μοναστήρια για την υποδοχή και τη φιλοξενία των επισκεπτών. Ο μοναχός που ασχολείται με την περίπτωση των ξένων στο α. ονομάζεται αρχοντάρης. * * * το (Μ ἀρχονταρίκιον) [αρχοντάρης] ο ξενώνας του μοναστηριού… … Dictionary of Greek
δοχείο — το (AM δοχεῑον Α και δοχήιον) [δέχομαι] σκεύος όπου τοποθετούνται ρευστές κυρίως ουσίες, αγγείο μσν. νεοελλ. αποθήκη τροφίμων σε μοναστήρι νεοελλ. 1. ουροδοχείο, αγγείο 2. «δοχείο πάσης ρυπαρότητος» κακοηθέστατος, λέρα, καθίκι μσν. 1. χτιστός… … Dictionary of Greek
κάθιστρον — κάθιστρον, τὸ (Μ) [καθίζω] (σε μοναστήρια) κατάλυμα τών ξένων, ξενώνας … Dictionary of Greek
καθεστήριον — καθεστήριον, τὸ (Μ) [καθέξομαι] πάπ. διαμονητήριο, ξενώνας μοναστηριού … Dictionary of Greek